- αμυσταγώγητος
- -η, -ο (Α ἀμυσταγώγητος, -ον) [μυσταγωγῶ]αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια τής εκκλησίας, ο αμύητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμυσταγώγητος — η, ο επίρρ. α αμύητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυστηρίαστος — ἀμυστηρίαστος, η, ο (Μ) [μυστηριάζω] ο αμυσταγώγητος* … Dictionary of Greek
αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… … Dictionary of Greek